Κυριακή 28 Δεκεμβρίου 2008

To πλεονέκτημα του νεκρού


Από τα αγαπημένα μου μαθήματα στο πανεπιστήμιο οι Ψυχολογικές Επιχειρήσεις. Και ας ήμασταν μετρημένοι φοιτητές. Καθηγητής σοβαρός, μαθουσάλας. Ρώσος. Πρώην πράκτορας της KGB, που για να βγάλει το ψωμί του αναγκάστηκε να καταφύγει στην ακαδημαϊκή κοινότητα του Δυτικού κόσμου. Ήταν δύσκολες μέρες τότε στη Ρωσία. Ψηλός, ευτραφής, με περιποιημένο γένι, γυαλιά μυωπίας και ρολόι τσέπης. Το πλεονέκτημα του νεκρού, μας έλεγε. Αξιοποιήστε το. Γιατί είναι τρομερή δύναμη και ενέργεια. Και αν δεν το αξιοποιήσεις, έχασες τις εντυπώσεις. Και αν χάσεις τις εντυπώσεις, χάνεις και την μάχη. Ακόμα και αν την κέρδισες. Γιατί σημασία δεν έχει τι είσαι. Αλλά, τι νομίζει ο άλλος ότι είσαι. Γιατί ο νεκρός, σού δίνει τη δυνατότητα να διαχειριστείς το μίσος. Το μίσος της μάζας. Και το μίσος είναι τεράστια ενέργεια. Αστείρευτη πηγή δημιουργικότητας και καταστροφής. Και ο ερασιτέχνης χειριστής του μίσους θα την ξοδέψει όλη επιτόπου. Θα σπάσει, θα καταστρέψει, θα κάψει. Γιατί δεν μπορεί να ελέγξει την ενέργεια. Τη διοχετεύει όλη. Τη σπαταλά επιπόλαια. Άσκοπα. Άλλοι καταστρέφουν. Άλλοι βρίζουν μπροστά σε καθρέφτες. Γιατί ο καθρέφτης καθρεφτίζει την ενέργεια του μίσους και την εκτοξεύει στο ζενίθ της. Ο επαγγελματίας, όμως, χειριστής του μίσους ξέρει να την αποθηκεύει. Γιατί το μίσος είναι ενέργεια. Αστείρευτη πηγή δημιουργικότητας και καταστροφής. Το ξανατόνισε. Και θα τη χρειαστείς αργότερα. Μην τη σπαταλάς. Αποθήκευσέ τη. Τιθάσευσέ την. Μάθε να τη χειρίζεσαι. Και προ πάντων, τη συλλογική ενέργεια. Και αν δεν έχεις νεκρό, φρόντισε να δημιουργήσεις έναν. Γιατί το πλεονέκτημα του νεκρού είναι τεράστιο. Ποιός δεν εφοβήθη τον Αχιλλέα μπροστά στο πτώμα του Πάτροκλου; Τις κατάρες της Θέτιδος για το χαμό του υιού της; Την εκδίκηση; Γιατί οι Ρώσοι έχασαν τις αρχικές εντυπώσεις στην Αμπχαζία; Γιατί δεν διαχειρίστηκαν το πλεονέκτημα των νεκρών τους. Το άφησαν στους Γεωργιανούς. Γιατί -οι κατά τα άλλα ξύπνιοι Ισραηλινοί- έχασαν τις εντυπώσεις στη Γάζα; Γιατί δεν χρησιμοποιήσαν το πλεονέκτημα των δικών τους νεκρών. Γιατί, οι ερασιτέχνες στις ψυχολογικές επιχειρήσεις σύγχρονοι Ισραηλινοί- παρέδωσαν το πλεονέκτημα των νεκρών στην άλλη πλευρά. Έτσι, επιπόλαια, αβίαστα. Και είναι πολλοί οι νεκροί. Μικροί - μεγάλοι. Γιατί οι παππούδες τους γνώριζαν. Και έπαιξαν το πλεονέκτημα του Ολοκαυτώματος πολύ καλά. Γιατί η εικόνα των νεκρών είναι πιο ισχυρή από τις βόμβες. Και το μίσος ενός λαού αστείρευτη πηγή ενέργειας.

Παρασκευή 26 Δεκεμβρίου 2008

Ποιά εξέργεση και ποιά Αριστερά;


Το κείμενο που ακολουθεί είναι συνέντευξη του Χρήστου Γιανναρά στο ραδιοφωνικό σταθμό ΣΚΑΪ. Aναδημοσίευση από το troktiko blog.

Θα πρέπει να δούμε με ψυχραιμία τα όσα συμβαίνουν τις τελευταίες ημέρες στην Ελλάδα που δεν είναι τίποτε άλλο παρά η φυσική εξέλιξη, το φυσικό αποτέλεσμα πολύ συγκεκριμένων πρακτικών πολιτικών που εφαρμόστηκαν στην Ελλάδα. Έχουμε φτάσει σε ένα σημείο όπου είναι ολοφάνερο ότι υπάρχει τεράστιο χάσμα ανάμεσα στην κοινωνία και στο κράτος. Υπάρχει, όμως, και ένα τεράστιο κενό στο κράτος και στην πολιτική. Δηλαδή, είναι φανερό ότι από δεκαετίες τώρα η πολιτική δεν υπηρετεί το κράτος, δεν χρησιμοποιεί το κράτος για να υπηρετήσει την κοινωνία, αλλά συνιστά εντελώς συντεταγμένες οργανωμένες ομάδες συμφερόντων οι οποίες επιδιώκουν την εξουσία για σκοπούς φανερά ιδιοτελείς, γι' αυτό και δεν μπορούν να λυθούν τα κεντρικά προβλήματα του κοινωνικού βίου"."
"Η υγεία, η παιδεία, το ασφαλιστικό, η δημόσια τάξη… ο εκβιασμός του κοινωνικού συνόλου από το λεγόμενο "κρατικό συνδικαλισμό", ο συνδικαλισμός του δημόσιου τομέα. Αυτά τα πολύ βασικά, τα πελώρια, τα στοιχειώδη προβλήματα η πολιτική επί δεκαετίες και με διαφορετικές κυβερνήσεις δεν μπορεί να τα λύσει. Από εκεί και πέρα τα πράγματα παίρνουν έναν χαρακτήρα ανεξέλεγκτο. Θα πρέπει να σας ομολογήσω ότι αυτό που με πανικοβάλλει στην κυριολεξία δεν είναι τα όσα συμβαίνουν, είναι τα όσα λέγονται".
"Αυτό που γίνεται αυτό τον καιρό στα τηλεοπτικά κανάλια, στον Τύπο και γενικά στον δημόσιο λόγο είναι εφιαλτικό. Τέτοια σύγχυση, τέτοιες παρανοήσεις, τέτοιες διαστροφές της πραγματικότητας, τέτοια τέλεια απουσία αξιολογικών ιεραρχήσεων…. Ας πάρουμε ένα παράδειγμα, πιθανώς το πιο κραυγαλέο: Το πανό που ανέβηκε στον βράχο της Ακρόπολης έχει πολύ μεγαλύτερη σημασία από τη συνολική καταστροφή της οικονομίας που συνέβη στα αστικά κέντρα με τις πυρπολήσεις των καταστημάτων, διότι δείχνει πλέον ότι είμαστε εθελόδουλοι. Είμαστε έτοιμοι να δεχτούμε μια κατοχή οποιασδήποτε ιδεολογικής μειονότητας η οποία κατορθώνει να απαντλήθεί με την βία. Θυμίζει μέρες του 1933 στην Γερμανία".Υπάρχει συγκεκριμένο πολιτικό κόμμα και συγκεκριμένη ιδεολογική παράταξη που συμπεριφέρεται στην Ελλάδα σήμερα με νοοτροπία Ναζί, πρέπει να το πούμε έξω από τα δόντια. Πέστε μου ποιος άλλος θα τολμούσε να κρεμάσει αφίσες στο Βράχο της Ακρόπολης, να μπει μέσα στον σταθμό της τηλεόρασης και να βγάλει πανό την ώρα των ειδήσεων; Δεν υπάρχει πια τίποτα, καμία αντίσταση κοινωνική σε αυτά τα φαινόμενα".
"… Η παραποίηση και η αλλοτρίωση της πραγματικότητας τρομάζει. Λέμε (και βάζουμε στο μυαλό των παιδιών) ότι πρόκειται για εξέγερση της νεολαίας, πράγματα που τα παιδιά ούτε υποψιάζονται να τα σκεφτούν… Διαβάζουν άραγε σήμερα τα παιδιά των 15 και 16 χρονών εφημερίδα; Έχουν ιδέα από τη διάλυση του πολιτικού συστήματος, την κατάρρευση του; Έχουν επίγνωση της πραγματικότητας που συντελείται εδώ και μερικά χρόνια στον Ελλαδικό δημόσιο χώρο; Αλλά επιτέλους εάν ήταν εξέγερση - που πραγματικά θα την ευχόμουν με όλη μου την καρδιά-, αυτή η εξέγερση θα πήγαινε πριν από κάθε τι άλλο στα γραφεία των κομμάτων και θα τα θρυμμάτιζε. Θα έμπαινε μέσα στην Βουλή και θα την θρυμμάτιζε, όχι στα μαγαζιά των ανθρώπων οι οποίοι δουλεύουν να βγάλουν το ψωμί τους. Δεν είπε ούτε ένας άνθρωπος ότι πίσω από κάθε τέτοιο μαγαζί υπάρχουν δύο, πέντε, δέκα, σαράντα άνθρωποι βιοπαλαιστές όχι ιδιοκτήτες. Οι εργαζόμενοι, οι υπάλληλοι χάνουν το ψωμί τους και δε μιλάει κανείς. Συνεπώς για ποια εξέγερση μιλάμε; Ας πούμε για περίπατο να κάνουμε το χαβαλέ μας! Γιατί αυτή η ευκολία να σπάσουμε το κάθε τι; Το αυτοκίνητο του φουκαριάρη, του μεροκαματιάρη που το απέκτησε ποιος ξέρει πως, να του το κάψουμε και να θρυμματίσουμε την βιτρίνα και να λεηλατήσουμε το εμπόρευμά του;" Λέω το αυτονόητο: Εάν λειτουργούσε κράτος, θα έπρεπε να προστατευτεί η περιουσία των πολιτών και η δημόσια τάξη. Αλλά δεν υπάρχει κράτος. Η ανικανότητα της κυβέρνησης είναι ανατριχιαστική. Αλλά ας μη μιλάμε μόνο για ανικανότητα. Γιατί η ανικανότητα είναι το άλλο μισό της ασυνειδησίας της λεγόμενης αντιπολίτευσης. Όταν μπροστά σε μια τέτοια κοινωνική κατάσταση η αντιπολίτευση δεν κοιτάει τίποτα άλλο, δεν μπορεί να συζητήσει τίποτα άλλο παρά μόνο την επανεκλογή της, ή την άνοδό της στην εξουσία έμμεσα με εκλογικές συνεργασίες. Όταν ακόμα και μέσα σε αυτή την κατάσταση τα μικρά κόμματα προβάλουν ως Αριστερά την πλέον αντικοινωνική και ριζικά αντικοινωνική πολιτική. Εγώ ξέρω- αν δεν έχω παραφρονήσει-, ότι Αριστερά σημαίνει κοινωνιοκεντρικές προτεραιότητες, αντίσταση στην ατομική αυθαιρεσία του κέρδους της ιδιοτέλειας, αντίσταση στην πλεονεξία των οργανωμένων συμφερόντων των συνδικάτων του συμφέροντος".
"Δεν είναι θέμα δεοντολογίας τι πρέπει να κάνει η Αριστερά. Πρέπει να κάνει αυτό που είπε ο κ. Κύρκος. Να πάψει να λέγεται Αριστερά. Δεν έχει δικαίωμα να χρησιμοποιεί αυτό το όνομα. Αριστερά σημαίνει μια ανιδιοτέλεια, ακραία ανιδιοτέλεια που έφερε τους ανθρώπους μέχρι να στηθούν στον τοίχο για τα ιδανικά τους. Αριστερά δεν σημαίνει η προστασία κάθε γκρουπούσκουλου, το οποίο οργανώνεται για να υπερασπίσει τα συμφέροντά του ή για να κάνει επιτέλους το χαβαλέ του ή το κομμάτι του. Αριστερά δεν σημαίνει να χαϊδεύουμε τα αυτιά της βίας. Εδώ πέρα πρόκειται για ένα φαινόμενο για το οποίο δεν φταινε κάποιοι περιθωριακοί, το φαινόμενο αυτό εμπνέεται από τις δηλώσεις των πολιτικών, συγκεκριμένων πολιτικών, συγκεκριμένων κομμάτων και η κοινή γνώμη δεν τα αποδοκιμάζει"."Σήμερα η πλειοψηφία των ανθρώπων αισθάνεται ότι έχει μεταβληθεί σε μειοψηφία, ότι βρίσκεται υπό κατοχή. Υπάρχουν δυναμικές μειοψηφίες οι οποίες επιβάλλουν την θέλησή τους με το έτσι θέλω. Δεν λειτουργεί πουθενά όρος και αρχή δημοκρατίας, να μπορεί να εκφραστεί ο κόσμος. Βέβαια αυτά είναι το αποτέλεσμα της κατάρρευσης των δυο μεγάλων κομμάτων, δηλαδή ενός πολιτικού αδιεξόδου εμφανέστατου και αν αυτή τη στιγμή η κυβερνητική παράταξη δεν αφυπνιστεί να θέσει θέμα αρχηγού, να δηλώσει την ανικανότητα που επέδειξε μέχρι τώρα η κυβέρνηση και να αναζητήσει εσωτερική της ανασυγκρότηση στον ένα χρόνο που της μένει τότε αυτή η μειονότητα που σήμερα εμφανίζεται σαν στρατός κατοχής θα αποτελέσει την μόνη πρόταση. Εάν καταρρεύσει η σημερινή κυβέρνηση, που έχει ήδη καταρρεύσει, χωρίς δυνατότητα εναλλακτική, εσωτερική μέσα από αυτό το κόμμα που κυβερνά όποιο και αν είναι ας είναι σάπιο, εάν δεν δείξει ικανότητες εσωτερικής ανασυγκρότησης θέτοντας θέμα αρχηγού, τότε το παιχνίδι είναι χαμένο για πολλές δεκαετίες".
"Και τα δύο μεγάλα κόμματα κατέστρεψαν την παιδεία αυτού του τόπου. Σε αυτά που συμβαίνουν σήμερα με τα σχολιαρόπαιδα τα 10χρονα που πετροβολάνε "μπάτσους, γουρούνια δολοφόνους", αυτό είναι η κατάληξη μιας συγκεκριμένης εκπαιδευτικής πολιτικής η οποία ξεκίνησε από πολύ συγκεκριμένα μέτρα δήθεν εκσυγχρονισμού της παιδείας και κατέληξε σε αυτό το μπάχαλο που ζούνε σήμερα τα σχολειά. Το σχολείο έχασε πλέον τον ασκητικό του χαρακτήρα. Έμαθε αυτά τα παιδιά ότι στο σχολειό δεν ετοιμάζεσαι να γίνεις πολίτης, δεν μετέχεις ως άσκηση σε μια κοινότητα όπου εκπαιδεύεσαι να μετάσχεις αύριο κρίσεως και αρχής, αλλά είσαι αυτόνομος πολίτης ήδη, είσαι μαθητικό κίνημα. Ποιος αναλαμβάνει την ευθύνη για το έγκλημα να βιάζεις και να ασελγείς τις ψυχές των παιδιών, διαστρέφοντας τη συνείδησή τους ότι από τα δέκα τους χρόνια είναι συνδικαλισμένα σε κίνημα; Αυτά είναι εγκλήματα κοινωνικά πελώρια, ανατριχιαστικά".
"Να σας θυμίσω πόσο χλευάστηκε η κατάργηση της ομοιόμορφης ενδυμασίας… Και δεν εννοώ βέβαια ούτε κουρέματα, ούτε στολές, ούτε πηλίκια. Εννοώ ένα ίδιο πουλόβερ και ένα ίδιο παντελόνι... Είναι η ισχυρότερη εμφάνιση δημοκρατίας μέσα στα σχολειά. Το κατάργησαν το ΠΑΣΟΚ και άρχισαν αμέσως τα παιδιά να συναγωνίζονται ποιο θα φορέσει το τάδε σινιέ ρούχο και το τάδε σινιέ παπούτσι...".
"...Σήμερα το πλήθος των γονιών, η συντριπτική πλειοψηφία των γονιών δεν μπορεί να μιλήσει για τα σχολειά. Μιλάνε οι συνδικαλισμένες μειονότητες και επιβάλλουν ετσιθεληκά. Το παιδί να νιώθει ότι το σχολειό είναι αντίπαλος, εχθρός και να κάνει κατάληψη στο σχολειό του, στον χώρο της ζωής του κάθε μέρα. Και αυτό το ίδιο παιδί βγαίνει και κλείνει, αποκλείει τους κεντρικούς δρόμους και εκβιάζει βασανιστικά τους πολίτες για να πετύχει το αίτημά του".
"Χρειαζόμαστε έναν Πούτιν. Χρειαζόμαστε έναν άνθρωπο ο οποίος να είναι ηγέτης και να βγει να μιλήσει με πόνο σε αυτό τον λαό. Να καταλάβει ο λαός ότι υπάρχει επιτέλους ένας άνθρωπος ο οποίος πονάει αυτό τον τόπο, ο οποίος θέλει να υπηρετήσει αυτό τον τόπο από όπου και αν είναι, από όπου και αν προέρχεται αλλά να είναι ανιδιοτελής και να επιστρατεύσει κοινωνικές δυνάμεις και να στήσει μια κυβέρνηση για να διακονήσει το λαό".

Τετάρτη 24 Δεκεμβρίου 2008

Φονικό


Γενάρης. Βράδυ. Περιμέναμε το θειό μου. Πολυταξιδεμένος, ζάμπλουτος. Μορφωμένος και βαρύς. Αδελφός του πατέρα μου. Η μάνα μου 'λεγε ότι είναι μέγας παπατζής. Ψέματα πολλά. Έτσι, για να λέει. Και μου 'χε αδυναμία. Για πολλούς λόγους. Αναγκάστηκα να του κάνω παρέα. Κάπνιζα, κρατόντας ένα ποτήρι ουίσκι στον κρόταφο. Τον άφηνα να λέει, να μιλάει, να διηγείται. Ο νους μου αλλού. Ώσπου, θα 'λεγε την ιστορία του Αντώνη. Άλλη μια ιστορία, άλλο ένα ψέμα. Ο Αντώνης κατάγονταν από μια κωμόπολη της Μακεδονίας. Εύπορη οικογένεια. Ο πατέρας χειρούργος καρδιολόγος. Είχε εγχειρήσει το θειό μου και γίναν φίλοι. Πήγαινε και στο σπίτι τους συχνά. Η μάνα του ζωγράφος. Τα σπασμένα στο παιδί. Πιάνο, γλώσσες πολλές και τέχνες και γράμματα. Αδιάφορος ο Αντώνης. Είχε πάθος με τα αεροπλάνα. Πολιτικά και στρατιωτικά. Παντού αφίσσες το δωμάτιο. Και ο πατέρας τον ήθελε ιατρό. Και η μάνα οικονομολόγο. Ήθελε να δώσει για Ικάρων. Σκοτωμός στο σπίτι. Τον άφησαν να δώσει. Να κάνει το μεράκι του.  Είχαν άλλα σχέδια. Και πέρασε, γιατί ο Αντώνης περνούσε όπου ήθελε, έλεγε ο θειός μου. Γιατί ήταν διάννοια. Τον έστειλαν στην Αμερική. Στο ΜΙΤ. Οικονομολόγος. Αφού δεν ήθελε και την ιατρική. Παρέες πολλές. Μύριες φυλές. Ελιτίστικη νεολαία. Αδιάφορος ο Αντώνης. Ο νους του στα αεροπλάνα. Και στα κρυφά πήρε PPL και άλλα διπλώματα αεροσκαφών. Κάτι τέτοια έλεγε ο θείος μου. Ο καιρός περνούσε και ο Αντώνης έγινε η ψυχή του πανεπιστημίου. Πρώτος σε όλα. Αριστούχος και μέγας γυναικοκατακτητής. Γιατί ήταν ομορφόπαιδο. Έμοιασε της μάνας του, έλεγε ο θείος μου και σταμάτησε την ιστορία για να μιλήσει για τη ζωγράφο και τη δικό της παρελθόν. Πίσω στον Αντώνη. Ταραχές πολλές στην Ελλάδα τότε. Αριστεροί και Δεξιοί. Το κράτος δολοφονεί οι μεν. Ληστοσυμμορίτες οι δε. Και να σου οι συζητήσεις στις παρέες. Ντόρος μεγάλος. Εφημερίδες, τηλεοράσεις, Διαδίκτυο. Όλοι ενημερώνοντα για όλα. Εκτός απ' τον Αντώνη. Ο νους του στα αεροπλάνα και στην επιστήμη του. Γιατί ήταν περήφανος και δεν ήθελε να 'ναι παρακατιανός στα οικονομικά. Κι ας μισούσε τον Friedman. Βλέπεις, έλεγε ο θείος μου, στην Αμερική πρυτάνευε η νεοφιλελεύθερη οικονομική θεωρία και ο Αντώνης βαριά τη χώνευε. Έπρεπε από πείσμα. Και οι συζητήσεις πλήθαιναν στις παρέες. Κατά του κράτους που δολοφονεί. Οργισμένη η ελιτίστικη ελληνική νεολαία του ΜΙΤ. Επαναστάτησαν, όπως κι άλλοι νέοι στην Ελλάδα. Κι ο Αντώνης τους άκουγε αδιάφορα. Ατάραχος. Γιατί ήταν απολιτίκ. Έτσι τον έλεγαν. Ο νους του στα αεροπλάνα. Γιατί ο Αντώνης ήταν αιθεροβάμων. Από πιτσιρικάς. Και είχε το προνόμιο να βλέπει την εικόνα από ψηλά. Γιατί ο Αντώνης ήταν βαριά πολιτικοποιημένος. Διαβασμένος. Γνώριζε για όλα. Για πολιτική, για γνήσιες επαναστάσεις, για ιδεολογίες, για θρησκείες, για όπλα, για αεροπλάνα. Και κανείς δεν κατάλαβε τίποτα. Γιατί είχε ένα στόμα και δύο αυτιά. Για να μιλάει μια και ν' ακούει δύο. Απολιτίκ ο Αντώνης. Έτσι έλεγαν. Ο νους του στα αεροπλάνα. Από μικρός. Κι ο Αντώνης διάβαζε και ενημερώνονταν καλύτερα απ' όλους. Ο νους του στα αεροπλάνα. Ο καιρός πέρασε και πήρε το πτυχίο με άριστα. Ακόμα τον μνημονεύουν στο ΜΙΤ. Εξαφανίστηκε. Κανείς δεν τον ξαναείδε. Περίμενε από απόσταση. Βράδυ. Κοφτές, βαριές ανάσες. Ελαφριά η κύρτωση στο δάχτυλο. Οργανώθηκε, εφοδιάστηκε, μελέτησε, σχεδίασε με ακρίβεια δευτερολέπτου. Γιατί ήξερε από αεροπλάνα και στα αεροπλάνα το κάθε δευτερόλεπτο μετρά. Ατάραχος. Φυσούσε - ξεφυσούσε αργά. Ήρεμος. Ήταν σίγουρος για τον εαυτό του. Γιατί προσγείωσε πολλές φορές αεροπλάνα με κακό καιρό καί είχε αυτοπεποίθηση. Περίμενε κατερτικά. Γνώριζε, ήξερε την ώρα. Τον είδε. Σημάδεψε. Το κράτος δολοφονεί. Σκοτώσαν πλουτοκράτη Αριστερό πολιτικό. Με αριστερές πεποιθήσεις και δεξιές τσέπες. Έστειλε προκήρυξη τρανή. Ακόμα ψάχνουν τον Αντώνη. Η ώρα πέρασε. Αυτή ήταν η τελευταία ιστορία του θείου μου. Ήταν η πιο ενδιαφέρουσα απ΄όσες είχε πει. Και ας ήταν ψέματα.

Δευτέρα 22 Δεκεμβρίου 2008

Hρακλής


Και τώρα τι θα γίνουμε χωρίς βαρβάρους; Oι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια λύσις. (Καβάφης). Ήρωας γενναίος και γνωστός. Πάθος, αρετή και τόλμη. Εκείνος που απέκτησε κλέος λόγω της Ήρας. Γιατί η Θεά ήταν ο οχτρός του.  Ηρακλής. Και μύριοι οι Ηρακλήδες στο ρου της ιστορίας. Γιατί δίχως οχτρό δεν έχεις ταυτότητα. Ο οχτρός σου είναι ο καθρέφτης σου. Θρησκείες, ιδεολογίες, δόγματα. Ο οχτρός σε προσδιορίζει. Τι θα 'κάναν οι αγγέλοι χωρίς τους σατανάδες; Εθνικιστές χωρίς βαρβάρους; Αριστεροί χωρίς φασίστες; Γάβροι χωρίς Βάζελους; Αναρχικοί χωρίς μπάτσους; Και μέτρα τον οχτρό σου. Όσο πιο δυνατός αυτός τόσο περισσότερο εσύ. Όσο πιο κακός αυτός τόσο πιο καλός εσύ. Και φρόντιζε για το καλό του οχτρό σου. Γιατί η ύπαρξή σου εξαρτάται από την ευμάρεια του οχτρού σου. Και αν τον ταπεινώσεις πρόσεξε μην τον σκοτώσεις. Γιατί οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια λύσις.

Νεολαία


Η νεολαία επαναστάτησε. Η νεολαία μπροστά. Μαθητές - Φοιτητές. Στους δρόμους παντού. Σε κάθε εποχή. Να φύγει το παρόν. Να έρθει το καινούριο. Το καλό. Γιατί οι νέοι ξέρουν τι θέλουν. Πάντα ήξεραν. Επαναστάτησαν στο Ιράν να φύγει ο Σάχης. Να έρθει το Ισλάμ. Η Ούμμα. Και να 'σου οι Ιρανοί φοιτητές στην αμερικανική πρεσβεία. Όμηροι, φασαρία, καταστροφές. Κακό μεγάλο. Γιατί ήξερε η νεολαία πως ο Χομεϊνί είναι το μέλλον. Και να 'σου η ναζιστική νεολαία στη Γερμανία. Νύχτα των Κρυστάλλων. Πογκρόμ. Λεηλασίες. Καταστροφές. Γιατί ήξερε η νεολαία πως ο Χίτλερ ήταν το μέλλον. Νεολαία κι εγώ. Νεολαία κι ο διπλανός μου. Δύο νέοι. Ίδια ηλικία. Τόσο διαφορετικοί. Δεν υπάρχει νεολαία. Δεν υπήρξε ποτέ. Πρόβατα σε μαντριά, που βόσκουν για χάρη του τσομπάνη τους. Σου απαγορεύω να χρησιμοποιείς το όνομα της νεολαίας. Δεν με εκφράζεις.

Κυριακή 21 Δεκεμβρίου 2008

Μισό λεπτό




Μισό λεπτό. Ώπα. Περίμενε. Stand by. Hold your horses. Τί γίνεται εδώ; Τρεις δημοσκοπήσεις. Ίδια ημέρα. Τρεις διαφορετικές φυλλάδες. Τρία διαφορετικά σετ αριθμών. Ή στραβά αρμενίζουμε ή εστράβωσε ο γιαλός. Και καλά οι βενετοί και οι πράσινοι. Αλλού 6%, αλλού 2%! Οι κουλτουριάρηδες; Αλλού 12%, αλλού 7% αλλού 6%. Διότι Μέγας θα 'ναι και Τρανός ο πόλεμος κατά των εκδοτών!

Σάββατο 20 Δεκεμβρίου 2008

Mειοψηφία


Ποιός είναι ο διακαής πόθος μιας μειοψηφίας; Να γίνει πλειοψηφία. Σου απαγορεύω να χρησιμοποιείς το όνομα της νεολαίας. Δεν με εκφράζεις. Κάθαρμα!

Γεννιά των 700


Το μάθανε κι οι Φράγκοι τώρα! Έγινε μόδα. Φράση κλισέ. Η γεννιά των 700 ευρώ στο Greece. Και να 'σου οι αναλύσεις. Με επιχειρήματα και μαθηματικά. Παντογνώστες. Βάλε και την παγκόσμια κρίση. Και τι θέλει να πει ο ποιητής; Aν η γεννιά των 700 γίνει των 1500 και 2000, τότε τα προβλήματα λυμένα. Κούνια που σας κούναγε. Κουτόφραγκοι!

Στάση του Νίκα



Ας δούμε τι λένε τα ξένα ΜΜΕ


Αυτο εκτίμηση στο μηδέν. Αυτοπεποίθηση στο ναδίρ. Ας δούμε τι λένε τα ξένα ΜΜΕ. Φασαρίες, ιστορίες, διαδηλώσεις και πορείες. Ας δούμε τι λένε τα ξένα ΜΜΕ. Η Ελλάδα πρωταθλήτρια Ευρώπης. Κατατρόπωσε τις ΗΠΑ στο μπάσκετ. Τέλειοι Ολυμπιακοί Αγώνες. Ας δούμε τι λένε τα ξένα ΜΜΕ. Και να 'σου κομπορρημοσύνη. Και να 'σου κατήφεια. Μη το ένα, μη το άλλο. Τι θα πούν οι γείτονες. Τι θα πει ο κόσμος αν το μάθει; Έτσι να σκάσουν όλοι. Θα γίνουμε ρεζίλι. Ας δούμε τι λένε τα ξένα ΜΜΕ. Τι θα πούν οι Φράγκοι, οι Σάξωνες, οι Γότθοι και οι λοιποί πολιτισμένοι; Ας δούμε τι λένε τα ξένα ΜΜΕ. Χεστήκαμε!

Παρασκευή 19 Δεκεμβρίου 2008

17Ν


Πιτσιρικάς. Δημοτικό. Αριθμητική στην τάξη. Ανία, βαρεμάρα. Διότι φρόντιζε η μάνα μου να προτρέχει τον δάσκαλο. Και ποτέ δεν συμπάθησα την αριθμητική. Στυγνά τα όρια της λογικής. Παρακαλούσα να χτυπήσει το κουδούνι. Να φύγουμε. Να απελευθερωθούμε.  Είχε ώρα ακόμα. Ώσπου να κάτι τρέχει στο διάδρομο. Τα υπόλοιπα παιδιά έφευγαν. Εμείς, εκεί, στο μάθημα. Αδικία! Μπήκε ένας μεγάλος και κάτι είπε στο αυτί του δάσκαλου. Σάστισε. Φύγαμε κι εμείς. Στο δρόμο πηγαδάκια. Για κάτι μιλούσαν. Η μάνα μου, όπως πάντα, με περίμενε σε ένα στενό. Για να μου πάρει την τσάντα. Για να ρωτήσει για τον ανταγωνισμό στην τάξη. Και ενώ την καθησύχαζα γι' αυτό, εκεί στα πολλά έγινε η γνωριμία: "Ααα, σου πα; Η 17Ν σκότωσε τον Μπακογιάννη". Τι είναι πάλι τούτο; Τι είναι η 17Ν; Σκοτώνουν οι ημερομηνίες; Ποιός είναι ο Μπακογιάννης; Δεν άργησα να καταλάβω. Στην κρατική τηλεόραση μονοπωλούσε. Έτσι, πρωτογνώρισα την τρομοκρατία. Έτσι την έλεγαν. Και είναι βαριά η λέξη. Τρομοκρατία.

- Γιατί τον σκότωσαν;
- Γιατί είναι κακοί άνθρωποι.
- Μήπως έκανε κάτι κακό;
- Δεν ξέρω. Αλλά, πάλι, δεν έπρεπε να τον σκοτώσουν.

Και ο καιρός πέρασε και ήρθαν κι άλλα φονικά. Αυτόν γιατί τον σκότωσαν; Αυτόν καλά τον κάναν! Κι εκείνον και τον άλλον. Αυτόν; αυτόν θα τον εφάνε. Σύγχηση. Ταύτιση και απόκρουση ταυτόχρονα. Και τότε θυμήθηκα έναν φίλο μου. Νορβηγός. Με μια πίπα πάντα στο χέρι. Κυνικός σε όλα. Προφέσορας. "Α! Για την 17Ν! Τι να σου πω; Εσείς οι Έλληνες την έχετε στο αίμα σας την τρομοκρατία. Άλλωστε, αυτή σας απελευθέρωσε απ' τους Οθωμανούς!".

Τετάρτη 17 Δεκεμβρίου 2008

Για τα κυπαρίσσια


Ακόμα και σήμερα πηγαίνω στην εκκλησιά. Στην εκκλησιά της γειτονιάς μου. Των παιδικών μου χρόνων. Στην Παναγιά. Με τράβαγε η γιαγιά μου με το ζόρι. Κάθε Κυριακή. Να κάνω μπάνιο το πρωί, να βάλω τα καλά μου. Δυό, το πολύ πέντε λεπτά στη λειτουργιά. Σάμπως καταλάβαινα και τίποτα ή καταλάβαιναν αυτές; Εκεί, σοβαρές! Μετά έξω. Στον προαύλιο της εκκλησίας. Και είχε ωραίο προαύλιο. Γεμάτο κυπαρίσσια. Ατμόσφαιρα μυσταγωγική. Εκστασιακή. Πιο δίπλα το νεκροταφείο. Κρυφτό ανάμεσα στους τάφους. Κυνηγητό. Κλέφτες και αστυνόμοι. Μα πιο πολύ μας άρεζαν τα κυπαρίσσια. Μυρωδιές της Άνοιξης. Λυγερόκορμα, αγέρωχα, πανέμορφα. Χριστούγεννα, Πάσχα, γάμοι, κηδείες. Πάντα εκεί. Πέρασε ο καιρός, τα χρόνια. Ακόμα και τώρα πηγαίνω στην Παναγιά. Κερί θα ανάψω για τον κόσμο. Θεό δεν έχω. Και πού να εξηγήσεις τώρα; Για την χαρά των αναμνήσεων. Για τα κυπαρίσσια. Και είναι όπως τ' άφησα. Ανάμεσα στους τάφους. Στον κόσμο των νεκρών. Και είναι βαριά η συλλογή. Πάτησαν επί πτωμάτων για να ανέλθουν. Ακόμα και τα κυπαρίσσια.

Aμπντούλ


Είχε τελειώσει το μάθημα και μαζευτήκαμε στην καφετέρια του πανεπιστημίου. Όπως πάντα. Σε ένα προάστιο του Λονδίνου ήταν. Σε κάθε τραπέζι δέκα φυλές μαζί. Σε κάθε τραπέζι μύριες γλώσσες. Εκτός από το ελληνικό. Εκεί, μόνο, Έλληνες. Ο,τιδήποτε άλλο, ξένο. Συχνά ερχόταν και ο Αμπντούλ. Ψηλός -κοντά στα δύο μέτρα- γεροδεμένος, μελαψός με νεγροειδή χαρακτηριστικά. Φαρδυά πλακουτσωτή μύτη, σαρκώδη χείλη, κοντά κατσαρά μαλλιά και στρογγυλά γυαλιά ελαφριάς μυωπίας. Για κάποιο λόγο φορούσε πάντα ζιβάγκο. Χειμώνα, καλοκαίρι. Χαϊδευτικά τον λέγαμε Αμπντούλ Τζαμπάρ. Κατάγονταν από το Μαρόκο. Ήρθε με τους γονείς του στα νότια προάστια του Λονδίνου όταν ήταν πιτσιρικάς. Άπταιστα τα εγγλέζικα, μα και τ' αραβικά. Φανατικός μουσουλμάνος. Σπούδαζε χημεία. "Για βόμβες έτσι;" τον πειράζαμε. Είχε, όντως, ένα πάθος για τα εκρηκτικά και ό,τι συνδέοταν με αυτά. Συμφοιτητές ομοεθνείς δεν είχε. Κάπου - κάπου τον έβλεπα με Σαουδάραβες. Αλλά, εκεί, το πείσμα του. Με τους κιτρινιάρηδες ήθελε παρέα. Έτσι μας λένε οι Μαροκινοί. Κιτρινιάρηδες. Έτσι έλεγαν τους Βυζαντινούς στη γλώσσα τους και έτσι και εμάς τώρα. Ήξερε τα πάντα για το Βυζάντιο. Κομνηνούς, Ισαύρους, Παλαιολόγους. Και ας ήταν χημικός. Ετών 27 και ήταν ακόμα παρθένος. Το απαγόρευε η θρησκεία. Δεν έπινε, δεν κάπνιζε. Τα απαγόρευε η θρησκεία. Στην παρέα μας περίσσευε. Είχε παράξενο χιούμορ και αναγκαστικά γελούσαμε. Πολλές φορές καθόταν στο τραπέζι, αλλά που χαμπάρι οι κιτρινιάρηδες. Ελληνικά, συνέχεια. Μπας και βαρεθεί και φύγει. Ποίος μιλάει τώρα εγγλέζικα; Για να καταλάβει και ο Αμπντούλ. Περίμενε δέκα λεπτά, μισή ώρα. Μήπως και φιλοτιμηθεί κανείς και του μιλήσει. Σηκώνονταν με κατεβασμένο το κεφάλι και έφευγε ντροπιασμένος. "Ευτυχώς, το κατάλαβε κι έφυγε". "Τι θα γίνει, επιτέλους, με δαύτον;" Μόνο εμένα είχε θάρρος. "Εσύ του δίνεις θάρρος και 'ρχεται". Ώσπου, μια μέρα μπήκε στην καφετέρια η ωραία Ελένη. Πρωτοετής στη Νομική. Πόθος όλων. Ήταν πανέμορφη και το 'ξερε. Έμενε στην Πολιτεία. Πλουσιοκόριτσο και κακομαθημένο. Κάθε πρωϊ περιποιημένη. Κανένα ψεγάδι πάνω της. Λες και καθόταν ώρες ατέλειωτες μπρος στον καθρέφτη. Δεν διάβαζε. Δεν ασχολήθηκε ποτέ. Είχε έναν φίλο πίσω στην Αθήνα μα δεν δίσταζε να το δίνει που και που δεξιά και αριστερά. Κομμάτια ο Αμπντούλ. Την ερωτεύτηκε σφοδρά. Συνέχεια στο τραπέζι μας. Ήξερε τα πάντα για την Ελένη. Πότε έχει μάθημα, με ποιούς κάνει παρέα. Μα πάνω απ' όλα πότε πάει στην καφετέρια. Καθόμασταν μαζί. Της έγραφε τ' ονομά της στα αραβικά και εκείνη κολακεύονταν. "Γράψε και του πατέρα μου και του αδελφού μου". Κι έγραφε ο Αμπντούλ, έγραφε, έγραφε...  Της μίλαγε στ' αραβικά και εκείνη τίναζε την πλούσια κόμμη της. Έψαχνε αφορμές για να την ακουμπά. Τη ζήλευε. Καθείς που της μιλούσε, οχτρός. 

- Ο Αμπντούλ σού κολλά.
- Ε καί; Άσε με να παίξω λίγο.
- Ρε 'συ. Κρίμα δεν τον λυπάσαι. Είναι καλό παιδί. Μην του δίνεις ελπίδες.
- Δουλειά σου!

Οι μήνες πέρασαν μα και ο χρόνος. Άρχισε με μπύρες και στα κλεφτά ουίσκι. Στην αρχή ένα, μετά πακέτα ολόκληρα. Λίγο ακόμα και θ' αλλαξοπιστήσει. Δεν άντεξε. Δεν μπόρεσε άλλο. Της ρίχτηκε και ό,τι βγει. "Πως τολμάς. Μυρίζεις κιόλας". Όντως μύριζε, όπως όλοι οι Άραβες για κάποιον ανεξήγητο λόγο. Κανείς μας, όμως, δεν του το 'πε. Εκείνη μπόρεσε. Αγρίμι σκέτο. Οι κιτρινάρηδες είναι οι οχτροί μου. Θα ξαναπέσει η Πόλη. Ύπουλοι σαν τους Βυζαντινούς. Τίποτα δεν τους αφήσατε. Οι Αμερικανοί έμπαιναν στο Αφγανιστάν. Δύσκολοι καιροί για Άραβες. Ήταν και φρέσκα τα της Νέας Υόρκης τότε. Δεν ξαναείδαμε ποτέ τον Αμπντούλ.


Τρίτη 16 Δεκεμβρίου 2008

Ημέρα Εκλογών


Ήρθαν οι εκλογές. Η Δημοκρατία στα φόρτε της. Στα γιορτινά της. Ήρθαν οι εκλογές. Οι νυκοκοιρές από το πρωί ετοιμάζονται. Να βαφτούν, να βάλουν τα καλά τους. Τι θα πει ο κόσμος αν τις δει ατημέλητες; Τα καφενεία γεμάτα. Τραγιάσκες, κομπολόϊα, πλήθος οι γκλίτσες. Παιδιά με ποδήλατα γύρω από τα σχολεία. Στις καφετέριες αγόρια και κορίτσια. Άντρες με τα κοστούμια τους. Πηγαδάκια παντού. Κίνηση παντού. Πανηγύρι. "Ο λαός θα μιλήσει". "Που να σκάσουν απόψε".  "Κοίτα τα φασιστόσκυλα πως περιμένουν". "Τεμπελόσκυλα κομμούνια". "Ρουφιάνοι των Αμερικανών". "Αλήτες ΠΑΣΟΚτζήδες". "Καπιτάλες του κερατά".  Καχύποπτες ματιές που κόβουν σαν λεπίδα. Οι καλημέρες μετρημένες σήμερα. Όχι στη γειτόνισσα. Αυτή ψηφίζει άλλο κόμμα.

- Ποίος είναι αυτός εκεί κοντά στην κάλπη;
- Ααα. Παλιο κομμουνιστής. Άστον.
- Εκείνή;
- Aυτή είναι η γυναίκα του Κώστα του μπακάλη. Ο άντρας της ψηφίζει ΝΔ, αλλά αυτή θα ψηφίσει ΠΑΣΟΚ έμαθα.
- Γιατί;
- Γιατί της τάξανε την κόρη να τη βολέψουν κάπου. Και ο κυρ Κώστας, που να κοπεί το χέρι του, ΠΑΣΟΚ δεν δίνει.
- Μπαμπά κοίτα. Ο θείος Γιώργος με τον Δημητράκη. Πάω να τους μιλήσω.
- Περίμενε. Κάτσε εδώ. Άλλο κόμμα ψηφίζει κι αυτός.

Βράδιασε.  Φώτα σβήνουν και αλλού ανάβουν. Αυτοκίνητα φεύγουν και αλλού κορνάρουν. Πέρασε και η ημέρα τούτη. Και αδημονούσαμε να έρθει! Δημοκρατία. Και ας κράτησε μια μέρα, μόνο.







Γάτες


Έξω από το χωρίο έμενε μόνη. Σε ένα παλιό αρχοντικό. Ήθελε μισή ώρα περπάτημα για την αγορά στο κεφαλοχώρι. Χήρα έδω και χρόνια. Δύο κορίτσια καλοπαντρεμένα είχε στην Αθήνα. Συχνά - πυκνά με 'στελνε η μάνα μου στο σπίτι της. Να ρωτήσω αν ήθελε κάτι από την αγορά. Γριά γυναίκα πού να τρέχει τώρα... Περπατούσα στο μεγάλο κήπο της. Γάτες παντού. Πολλές γάτες. Τις αγαπούσε. Πάντα με το χαμόγελο. Ποτέ δεν ήθελε τίποτα. Περήφανη. Πήγαινε μόνη της για ψώνια. Ήταν καλή κυρά. Έτριζε η βαριά σιδερένια πόρτα του σπιτιού της. Κάθε πρωί, κάθε μεσημέρι, κάθε βράδυ. Την άνοιγε για να ταϊσει τις γάτες. Και δεν τις έδινε περισσεύματα. Πλούσια φαγητά. Και οι γάτες την λάτρευαν. Κάθε τρίξιμο της πόρτας και ηδονή. Κάθε τρίξιμο της πόρτας και τροφή. Περίμεναν το τρίξιμο, το φαγητό. Λάτρευαν την κυρά. Τρίβοταν στα πόδια της όταν πότιζε τον κήπο. Την προϋπαντούσαν όταν επέστρεφε πεζή από την αγορά. Ήταν η κυρά τους. Ο ηγέτης τους. Και είναι περήφανα ζώα, ατίθασα και πεισματάρικα τα αιλουροειδή. Τα ποντίκια πλήθαιναν στο αρχονικό, μα και τα φίδια. Ατάραχες! Περίμεναν το τρίξιμο της πόρτας. Και τα ποντίκια περνούσαν αδιάφορα μπροστά από τις λουόμενες στον ήλιο γάτες. Που καιρός για ποντίκια; Το τρίξιμο, το τρίξιμο! Οι ώρες πέρασαν, οι ημέρες περνούσαν. Το τρίξιμο άργησε να έρθει. Και οι γάτες ανησύχησαν. Που και πού έτριζε η πόρτα απ' τον αγέρα. Προσοχή οι γάτες. Μα η πόρτα δεν άνοιγε ποτέ. Μαζεύτηκαν πολλές στο παραθύρι. Κατόρθωσαν να μπούνε μέσα. Και απ' οργή που τις εξέχασε, όρμισαν και κατασπάραξαν το άψυχο κουφάρι της κυράς.

Δευτέρα 15 Δεκεμβρίου 2008

Αναρχικός



Ξημερώματα Τρίτης ή Τετάρτης. Δεν θυμάμαι. Μέσα στο άδειο αεροδρόμιο περιμένω την πτήση για Παρίσι. Ήταν η πρώτη πτήση της ημέρας. Δεξιά και αριστερά υπάλληλοι προετοίμαζαν τα μαγαζιά για την καινούρια μέρα. Οι επιβάτες λίγοι έως ανύπαρκτοι. Αυτοί θα ΄ρθουν μισή ώρα πριν την πτήση. Όπως πάντα! Είπα να τελειώσω. Να δώσω το εισητήριο και να κάνω καμιά βόλτα μέσα στο άδειο αεροδρόμιο. Μπροστά μου, στη σειρά, ένα παιδί. Γύρω στα 27. Ψηλός, καστανός, λιγνός, χαρακτηριστικά αξύριστος, με μακριά μαλλιά. Κρατούσε Lucky Strike. Φορούσε σταράκια, ένα απλό μπουφάν, εφαρμοστό τζιν, μια μπλούζα με το αναρχικό "Α" μπροστά και μια σχολική τσάντα γεμάτη με κονκάρδες. Νεκροκεφαλές, μπάτσοι γουρούνια, μουσικά συγκροτήματα και κάπου εκεί στα πολλά και μια του Παναθηναϊκού. Αλήτης. Αστραπιαία μου πέρασε και δεν ξανάφυγε. Στο άδειο αεροδρόμιο ένα μπαράκι μόνο ανοιχτό. Κοντοστάθηκα. Εκεί και ο Παύλος. Έτσι τον έλεγαν. Καθήσαμε και οι δύο μαζί στο ίδιο τραπέζι. Έτσι μας υπέδειξε η υπάλληλος. Καθάριζε και περισσότερο βάρος της γίναμε τούτη την ώρα.

- Που πας; τον ρώτησα.
- Παρίσι.
- Δουλεύεις, σπουδάζεις;
- Σπουδάζω.
- Τι;
- Ιστορία της Τέχνης. Μεταπτυχιακό.
- Ααα. Καλό, αλλά θα βρεις δουλειά τέτοια στην Ελλάδα;
- Δεν σκοπεύω να γυρίσω στην Ελλάδα. Θα μείνω εκεί.
- Οκ. Δεν συστηθήκαμε. ΧΧΧΧ. Εσύ;
- Eγώ, Παύλος. Χάρηκα φίλε.
- Είσαι αναρχικός; Ρώτησα απότομα, κοιτώντας την μπλούζα του ταυτόχρονα.
- Ναι, απάντησε με νεύρο και με απορία σαν να του την πέσαν μπάτσοι.
- Με δικά σου λεφτά σπουδάζεις;

Νευρίασε. Τσατίστηκε. Πήρε τη γεμάτη κονκάρδες τσάντα του και έφυγε. Δεν ξέρω εάν έπραξα καλά ή όχι. Τον πρόσβαλλα; Του είπα αλήθειες που δεν έπρεπε; Μάλλον έκανα κάτι χειρότερο. Του γκρέμισα την επανάσταση. Και ήταν, απλά, μια ερώτηση.

Στον Έβρο














Όνομα βαρύγδουπο. Τρίτη Μηχανοκίνητη Ταξιαρχία Πεζικού "Ρίμινι". Ξημερώματα Παρασκευής. Κρύο τσουχτερό. Ψιλόβροχο εκνευριστικό. Μπροστά στην "Πράσινη Πόρτα", απέναντι από το Κάραγατς, σκοπός μαζί με τον Θανάση. Δύο βήματα παραπέρα στέκονται οι "απέναντι". Κέβλαρ, Α-Τ, τελαμώνες - ξιφολόγχες κουμπωμένες, το G-3 στο χέρι, αδιάβροχα και ένα αλεξίθραυσμο που περισσότερο ενοχλούσε παρά προστάτευε. Τον Θανάση δεν τον ήξερα. Εκεί τον γνώρισα. Μια σειρά παλαιότερος από εμέ. Κατάγονταν από ένα χωριό των Γρεβενών. Από εκείνα τα χωριά που πρώτη φορά τα ακούς, που δεν τα έχει ο χάρτης. Από τέτοια ήταν, σχεδόν, όλοι στον Έβρο. Ήταν δεν ήταν 19. Κοντός, λιγνός. Είχε βγάλει το Γυμνάσιο. Το Λύκειο τον δυσκόλεψε. Δούλευε ψυκτικός σε έναν μπάρμπα του. Τον πέρασα για χασικλή. Μιλούσε βαριά, αργά και σιγά. Τα αντανακλαστικά του μέτρια, τα δόντια κατακίτρινα. Άκουγε Χιπ - Χοπ συνέχεια και κομπορρημονούσε για τις μολότοφ που πέταξε σε κάτι πορείες στη Θεσσαλονίκη. Μιλήσαμε για όλα. Για να περάσει η ώρα. Αθλητικά, γκόμενες, φυλακές στο στρατό, άδειες, αξιωματικούς, για όλα. Που και που κάναμε και κάνα τσιγάρο στα κλεφτά. Μην μας δει κανείς. Όχι οι "απέναντι", αλλά οι δικοί μας! Τι να πεις με το Θανάση; Όλο "Δεν βαριέσαι... Έλα μωρέ σιγά... Γάμησέ τα...". Για μια στιγμή παύση. Κοίταξα το ρολόι μου μπας και πέρασε η ώρα. Πού τέτοια τύχη. Άλλη μια ώρα με τον Θανάση, εδώ, στο κρύο. Ώσπου κοιτάξαμε "απέναντι". Δύο Τούρκοι σκοποί στην ηλικία μας. Τα όπλα παρατημένα, τα κράνη πεταμένα. Κοιμόνταν του καλού καιρού. Θεριό ο Θανάσης.

- Τους βλέπεις; μου λέει
- Ναι.
- Ρε μαλάκα, πάμε να τους πάρουμε τα όπλα;
- Tι εννοείς;
- Θα πάρουμε τιμητική 30 ημέρες.
- Τρελάθηκες; Kαι αν γίνει κάτι;
- Ξεκόλλα ρε μαλάκα. Τι να γίνει; Κοιμούνται οι μαλάκες.
- Ρε συ είναι επικίνδυνο. Αν μας δει κάνας δικός τους;
- Ρε θα μιλάνε όλοι για εμάς. Κολότουρκοι είναι. Τα θέλει ο κόλος τους. Κοίτα πως ροχαλίζουν.    Ποιός θα μας δει ρε συ;

Δεν έκανε πλάκα. Το εννοούσε. Χίλιες δυο σκέψεις αστραπιαία στο νου μου. Πυροβολισμοί, αίματα, φασαρία, κλέος, συγχαρητήρια, τιμωρία, δειλία, θάρρος, πόλεμος. Όλα αυτά ανάλογα με την έκβαση. Δεν ξέρω τι με έκανε διστακτικό. Έμφυτος δισταγμός; Φόβος για τη ζωή μου; Οίκτο για τους "απέναντι" που θα ψάχναν τα όπλα; Tίποτα από αυτά. "Μη σε παρασύρει κανείς" μου λέγε η μάνα μου. Από μικρός στο δρόμο το σωστό. Μακριά από το παράνομο. Γιατί το έννομο είναι το σωστό. Και είχε φωλιάσει για τα καλά αυτό μέσα μου. Η ώρα πέρασε. Η αλλαγή ήρθε. Δεν ξέρω αν θαύμασα τον Θανάση ή όχι. Μετά από χρόνια, τυχαία, έμαθα πως ο Θανάσης σκοτώθηκε σε ένα τροχαίο. Έκανε κόντρες με κάτι άλλους Θανάσηδες.

Κυριακή 14 Δεκεμβρίου 2008

Προπαγάνδα


Τέλη δεκαετίας του '80. Βράδυ Δευτέρας. Ήμουν δεν ήμουν 10 χρονών. Η οικογένεια μαζεμένη στο σπίτι. Άρχιζε το δελτίο ειδήσεων. Ταραγμένες εποχές. Μητσοτακικοί και Παπανδρεϊκοί. Κάθε μέρα τα ίδια. Ο πατέρας μου σοβαρός. Παρακαλουθούσε τις ειδήσεις ατάραχος, έχοντας πάντα ένα τσιγάρο στο χέρι. Η μάνα μου στην κουζίνα ετοιμάζε το βραδινό. Έπαιζα στο πάτωμα με ένα αεροπλανάκι, ενώ βαριεστημένα άκουγα την εκφωνήτρια να λέει, να λέει... Έπρεπε να το υποστώ. Όπως κάθε βράδυ. Ξαφνικά, ταράχτηκα. Τρόμαξα. "Κομματόσκυλα, τεμπελόσκυλα, κοπρίτες". Ο πατέρας μου οργισμένος άρχισε να βρίζει ΠΑΣΟΚτζήδες και Παπανδρεϊκούς. Η μάνα μου -αν και από κομμουνιστικό σόι- συμφωνούσε ετοιμάζοντας το τραπέζι ταυτόχρονα. Από μικρός κατάλαβα τι κόμμα ήμασταν στο σπίτι. Ο,τιδήποτε άλλο εχθρικό. Και για να το λέει ο πατέρας μου έτσι θα ήταν. Και για να το λέει ο πατέρας μου ΝΔ θα ήταν και οι περισσότεροι. Ξημερώματα Τρίτης. Πάλι σχολείο. Διάλειμμα επιτέλους. Παίζω με τους φίλους μου. Τον Γιώργο, τον Θωμά, τον Κώστα και τον Σωτήρη. Παιχνίδι στο παιχνίδι δεν άργησε να γίνει το κακό. Κάτι ειπώθηκε. Παιδιαρίσματα. Αστεία, πειράγματα.  Ο Θωμάς άρχισε να βρίζει τη ΝΔ. Συμφώνησαν και οι υπόλοιποι. Ταράχτηκα. Γκρεμίστηκε ο κόσμος γύρω μου. Οι φίλοι μου είναι οι οχτροί μου! Όλα κατέρρευσαν. Το κακό φώλιασε στο νου μου. Ήθελα πέτρα να τους ρίξω. Τι θα πει ο πατέρας μου αν μάθει για τους φίλους μου; Τι θα πουν οι φίλοι μου αν μάθουνε για μένα; Υποκρίθηκα. Έβρισα κι εγώ. 

Το πεντοχίλιαρο



Ήμουν 9 χρόνων. Γ' Δημοτικού. Ο καλύτερος μαθητής στην τάξη. Οι γονείς μες την κομπορρημοσύνη. Οι δάσκαλοι επαινούσαν. Οι συμμαθητές εθαύμαζαν και μερικοί φθονούσαν. Ήμουν 9 χρόνων. Παιδί αθώο και αγαθό. Δεν μάλωνα ποτέ. Φασαρία καμιά. Ήσυχο παιδί. Καλό παιδί. Δεκέμβρης ήταν. Τα Χριστούγεννα πλησίαζαν. Έπρεπε να μαζέψουμε χρήματα για μια εορταστική εκδήλωση του σχολείου. Όλα τα παιδιά, ό,τι είχαν. Το ταμείο; ο αριστούχος. Οι γονείς μου πήραν πορτοφόλι. Δερμάτινο, ωραίο, αντάξιο της αξίας μου έλεγαν. Έβαλα 20.000 δραχμές. Τόσα μαζέψαμε. Καλό ποσό. Ήταν Δεκέμβρης. Λίγες μέρες πριν τα Χριστούγεννα. Μεσημέρι. Το κουδούνι σήμανε. Άλλη μια μέρα στο σχολείο τελείωσε. Χαρούμενες φάτσες με τις τσάντες σαν χείμαρρος στην πόρτα για το σπίτι. Πείνασα. Ήθελα γλυκό. Δικά μου λεφτά δεν είχα. Κοντοστάθηκα στο περίπτερο. Και να! Χωρίς ενοχή, χωρίς δεύτερη σκέψη, τόσο απλά, έβγαλα ένα πεντοχίλιαρο από το φανταχτερό μου πορτοφόλι. Ο περιπτεράς έψαχνε ρέστα. Ένας πιτσιρικάς διεφθαρμένος. Κι ήμουν, μόλις, 9 χρονών!

Σάββατο 13 Δεκεμβρίου 2008

Ζούμε ιστορικές στιγμές



Η παραπάνω φράση προκαλεί δέος. Ζούμε ιστορικές στιγμές. Και ποιός δεν θα θέλε να ζήσει κάτι τέτοιο; Ο,τιδήποτε φλογερό,  που τον βγάζει από την μονοτονία και βαρεμάρα της καθημερινότητάς του. Στη μεταμοντέρνα Ελλάδα, η γενιά του '80 και μετά δεν έχει ζήσει τίποτα το ιστορικό. Βαριές οι σελίδες της ελληνικής ιστορίας από ιστορικές στιγμές. Πόλεμοι, ανακατανομή του πλούτου, αλλαγές πολιτευμάτων, τραγωδίες, ένα καλύτερο αύριο, κ.λπ. Ανία, απελπισία, βαρεμάρα. Γιατί είναι έμφυτη η ανθρώπινη ανάγκη να εκστασιαστεί με κάτι ιστορικό. Σημεία των καιρών. Έρχεται ο Αντίχριστος. Το τέλος του κόσμου πλησιάζει. Το λένε οι προφητείες. Ζούμε ιστορικές στιγμές. Άνθρωποι που ταυτίστηκαν με δόγματα - θρησκείες αδημονούσαν το ιστορικό, το μεταφυσικό, το σπάνιο. Να γευτούν την αλλαγή. Καλή ή κακή δεν έχει σημασία. Πολυτεχνείο 1973. Ζούμε ιστορικές στιγμές. Ο κόσμος στους δρόμους. Αθήνα, Δεκέμβριος 2008. Η γενιά του τίποτα εκβιάζει τη δική της ιστορική στιγμή. Και ωσάν τους απογοητευμένους πιστούς και αυτή τη φορά ο Αντίχριστος δεν ήρθε πάλι....

H πλουτοκρατία της μοντέρνας Αριστεράς


Είναι Αριστεροί. Έχουν, όμως, πρώτα φροντίσει να λύσουν τα οικονομικά προβλήματά τους. Είναι Αριστεροί. Ίσως, από ενοχές. Είναι Αριστεροί. Ίσως, από μόδα. Είναι Αριστεροί. Πιθανόν, να περάσαν καλά στις διακοπές τους στην Κούβα. Είναι Αριστεροί. Απεχθάνονται τα λιμοκοντορίστικα κουστούμια, λατρεύουν όμως τα φανταχτερά αυτοκίνητα. Ρομαντικοί; Γιατί όχι; H Αριστερά πάντα απευθύνονταν σε ρομαντικούς. Δεν έχει πυξίδα. Δεν ξέρει, σήμερα, τι θέλει.  Συγκινούσε. Γιατί; Γιατί τα κίνητρα ήταν αγνά.  Θέλει όλοι να είναι πλούσιοι ή όλοι φτωχοί; Θέλει όλους με BMW 740 και Porsche Cayenne; Κόπτονται για την νεολαία, για εμάς! Είναι 50άρηδες με διάφορα contracts πολλών μηδενικών. Ενίοτε και λιγότερων. Ωστόσο, είναι Αριστεροί. Μπροστάρηδες παντού. Βγείτε στις πορείες, διαδηλώστε για το μέλλον σας. Εκ του ασφαλούς ως νέοι Ξέρξες, που παρακολουθούν τις αστικές ναυμαχίες από...απόσταση. Ζήτω η Αριστερά!

Πέμπτη 11 Δεκεμβρίου 2008

Η διαχρονικότητα της ανθρώπινης βλακείας

"Η Δημοκρατία μας αυτοκαταστρέφεται διότι κατεχράσθη το δικαίωμα της ελευθερίας και της ισότητας, διότι έμαθε τους πολίτες να θεωρούν την αυθάδεια ως δικαίωμα, την παρανομία ως ελευθερία, την αναίδεια του λόγου ως ισότητα και την αναρχία ως ευδαιμονία."

Ισοκράτης (436 π.Χ-338 π.Χ. )


Ποίος είναι αυτός; Κάποιος από τους πολλούς πολύξερους της αρχαίας Ελλάδας. Αφιερωμένο στους μεν και στους δε. Αφιερωμένο στα Δεκεμβριανά του 2008.

H ζωή ενός κάδου


Κάποια πράματα στη ζωή δημιουργούνται - γεννιούνται για συγκεκριμένο σκοπό. Κάδος. Πλαστική, σιδερένια ή συνθετική κατασκευή για την απόρριψη των απορριμάτων μας (sic). Άψυχα αντικείμενα στην γωνιά μιας γειτονίας, στην άκρη ενός δρόμου. Πρωί, μεσημέρι, βράδυ πάντοτε στο ίδιο σημείο περιμένουν τα αχρειάστα, τα περισσεύματα μιας κοινωνίας. Και τι περισσεύει, άραγε, σε μια κοινωνία; Οι κάδοι το ξέρουν και μόνον αυτοί. Σιωπηλοί παρατηρητές περαστικών, έρμαια των καιρικών φαινομένων, μάρτυρες ύποπτων ραντεβού, μα και ταραχών - κινητοποιήσεων. Σημασία καμιά. Εννίοτε καίγονται, λιθοβολούνται, πυρπολούνται, τραβιούνται Δεξιά και Αριστερά, χρησιμοποιούνται για οδοφράγματα ανάμεσα στους μεν και στους δε. Σημασία καμιά. Αργοπεθαίνουν ή δολοφονούνται. Σημασία καμιά. Άλλωστε σκουπίδια φιλοξενούν, έστω και προσωρινά. Αυτή είναι η ζωή ενός κάδου. Χωρίς ελπίδες, χωρίς διέξοδο. Το τέλος τραγικό. Άψυχα αντικείμενα, σωστό!