
Είχε τελειώσει το μάθημα και μαζευτήκαμε στην καφετέρια του πανεπιστημίου. Όπως πάντα. Σε ένα προάστιο του Λονδίνου ήταν. Σε κάθε τραπέζι δέκα φυλές μαζί. Σε κάθε τραπέζι μύριες γλώσσες. Εκτός από το ελληνικό. Εκεί, μόνο, Έλληνες. Ο,τιδήποτε άλλο, ξένο. Συχνά ερχόταν και ο Αμπντούλ. Ψηλός -κοντά στα δύο μέτρα- γεροδεμένος, μελαψός με νεγροειδή χαρακτηριστικά. Φαρδυά πλακουτσωτή μύτη, σαρκώδη χείλη, κοντά κατσαρά μαλλιά και στρογγυλά γυαλιά ελαφριάς μυωπίας. Για κάποιο λόγο φορούσε πάντα ζιβάγκο. Χειμώνα, καλοκαίρι. Χαϊδευτικά τον λέγαμε Αμπντούλ Τζαμπάρ. Κατάγονταν από το Μαρόκο. Ήρθε με τους γονείς του στα νότια προάστια του Λονδίνου όταν ήταν πιτσιρικάς. Άπταιστα τα εγγλέζικα, μα και τ' αραβικά. Φανατικός μουσουλμάνος. Σπούδαζε χημεία. "Για βόμβες έτσι;" τον πειράζαμε. Είχε, όντως, ένα πάθος για τα εκρηκτικά και ό,τι συνδέοταν με αυτά. Συμφοιτητές ομοεθνείς δεν είχε. Κάπου - κάπου τον έβλεπα με Σαουδάραβες. Αλλά, εκεί, το πείσμα του. Με τους κιτρινιάρηδες ήθελε παρέα. Έτσι μας λένε οι Μαροκινοί. Κιτρινιάρηδες. Έτσι έλεγαν τους Βυζαντινούς στη γλώσσα τους και έτσι και εμάς τώρα. Ήξερε τα πάντα για το Βυζάντιο. Κομνηνούς, Ισαύρους, Παλαιολόγους. Και ας ήταν χημικός. Ετών 27 και ήταν ακόμα παρθένος. Το απαγόρευε η θρησκεία. Δεν έπινε, δεν κάπνιζε. Τα απαγόρευε η θρησκεία. Στην παρέα μας περίσσευε. Είχε παράξενο χιούμορ και αναγκαστικά γελούσαμε. Πολλές φορές καθόταν στο τραπέζι, αλλά που χαμπάρι οι κιτρινιάρηδες. Ελληνικά, συνέχεια. Μπας και βαρεθεί και φύγει. Ποίος μιλάει τώρα εγγλέζικα; Για να καταλάβει και ο Αμπντούλ. Περίμενε δέκα λεπτά, μισή ώρα. Μήπως και φιλοτιμηθεί κανείς και του μιλήσει. Σηκώνονταν με κατεβασμένο το κεφάλι και έφευγε ντροπιασμένος. "Ευτυχώς, το κατάλαβε κι έφυγε". "Τι θα γίνει, επιτέλους, με δαύτον;" Μόνο εμένα είχε θάρρος. "Εσύ του δίνεις θάρρος και 'ρχεται". Ώσπου, μια μέρα μπήκε στην καφετέρια η ωραία Ελένη. Πρωτοετής στη Νομική. Πόθος όλων. Ήταν πανέμορφη και το 'ξερε. Έμενε στην Πολιτεία. Πλουσιοκόριτσο και κακομαθημένο. Κάθε πρωϊ περιποιημένη. Κανένα ψεγάδι πάνω της. Λες και καθόταν ώρες ατέλειωτες μπρος στον καθρέφτη. Δεν διάβαζε. Δεν ασχολήθηκε ποτέ. Είχε έναν φίλο πίσω στην Αθήνα μα δεν δίσταζε να το δίνει που και που δεξιά και αριστερά. Κομμάτια ο Αμπντούλ. Την ερωτεύτηκε σφοδρά. Συνέχεια στο τραπέζι μας. Ήξερε τα πάντα για την Ελένη. Πότε έχει μάθημα, με ποιούς κάνει παρέα. Μα πάνω απ' όλα πότε πάει στην καφετέρια. Καθόμασταν μαζί. Της έγραφε τ' ονομά της στα αραβικά και εκείνη κολακεύονταν. "Γράψε και του πατέρα μου και του αδελφού μου". Κι έγραφε ο Αμπντούλ, έγραφε, έγραφε... Της μίλαγε στ' αραβικά και εκείνη τίναζε την πλούσια κόμμη της. Έψαχνε αφορμές για να την ακουμπά. Τη ζήλευε. Καθείς που της μιλούσε, οχτρός.
- Ο Αμπντούλ σού κολλά.
- Ε καί; Άσε με να παίξω λίγο.
- Ρε 'συ. Κρίμα δεν τον λυπάσαι. Είναι καλό παιδί. Μην του δίνεις ελπίδες.
- Δουλειά σου!
Οι μήνες πέρασαν μα και ο χρόνος. Άρχισε με μπύρες και στα κλεφτά ουίσκι. Στην αρχή ένα, μετά πακέτα ολόκληρα. Λίγο ακόμα και θ' αλλαξοπιστήσει. Δεν άντεξε. Δεν μπόρεσε άλλο. Της ρίχτηκε και ό,τι βγει. "Πως τολμάς. Μυρίζεις κιόλας". Όντως μύριζε, όπως όλοι οι Άραβες για κάποιον ανεξήγητο λόγο. Κανείς μας, όμως, δεν του το 'πε. Εκείνη μπόρεσε. Αγρίμι σκέτο. Οι κιτρινάρηδες είναι οι οχτροί μου. Θα ξαναπέσει η Πόλη. Ύπουλοι σαν τους Βυζαντινούς. Τίποτα δεν τους αφήσατε. Οι Αμερικανοί έμπαιναν στο Αφγανιστάν. Δύσκολοι καιροί για Άραβες. Ήταν και φρέσκα τα της Νέας Υόρκης τότε. Δεν ξαναείδαμε ποτέ τον Αμπντούλ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου