Τρίτη 16 Δεκεμβρίου 2008

Γάτες


Έξω από το χωρίο έμενε μόνη. Σε ένα παλιό αρχοντικό. Ήθελε μισή ώρα περπάτημα για την αγορά στο κεφαλοχώρι. Χήρα έδω και χρόνια. Δύο κορίτσια καλοπαντρεμένα είχε στην Αθήνα. Συχνά - πυκνά με 'στελνε η μάνα μου στο σπίτι της. Να ρωτήσω αν ήθελε κάτι από την αγορά. Γριά γυναίκα πού να τρέχει τώρα... Περπατούσα στο μεγάλο κήπο της. Γάτες παντού. Πολλές γάτες. Τις αγαπούσε. Πάντα με το χαμόγελο. Ποτέ δεν ήθελε τίποτα. Περήφανη. Πήγαινε μόνη της για ψώνια. Ήταν καλή κυρά. Έτριζε η βαριά σιδερένια πόρτα του σπιτιού της. Κάθε πρωί, κάθε μεσημέρι, κάθε βράδυ. Την άνοιγε για να ταϊσει τις γάτες. Και δεν τις έδινε περισσεύματα. Πλούσια φαγητά. Και οι γάτες την λάτρευαν. Κάθε τρίξιμο της πόρτας και ηδονή. Κάθε τρίξιμο της πόρτας και τροφή. Περίμεναν το τρίξιμο, το φαγητό. Λάτρευαν την κυρά. Τρίβοταν στα πόδια της όταν πότιζε τον κήπο. Την προϋπαντούσαν όταν επέστρεφε πεζή από την αγορά. Ήταν η κυρά τους. Ο ηγέτης τους. Και είναι περήφανα ζώα, ατίθασα και πεισματάρικα τα αιλουροειδή. Τα ποντίκια πλήθαιναν στο αρχονικό, μα και τα φίδια. Ατάραχες! Περίμεναν το τρίξιμο της πόρτας. Και τα ποντίκια περνούσαν αδιάφορα μπροστά από τις λουόμενες στον ήλιο γάτες. Που καιρός για ποντίκια; Το τρίξιμο, το τρίξιμο! Οι ώρες πέρασαν, οι ημέρες περνούσαν. Το τρίξιμο άργησε να έρθει. Και οι γάτες ανησύχησαν. Που και πού έτριζε η πόρτα απ' τον αγέρα. Προσοχή οι γάτες. Μα η πόρτα δεν άνοιγε ποτέ. Μαζεύτηκαν πολλές στο παραθύρι. Κατόρθωσαν να μπούνε μέσα. Και απ' οργή που τις εξέχασε, όρμισαν και κατασπάραξαν το άψυχο κουφάρι της κυράς.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου