
Όνομα βαρύγδουπο. Τρίτη Μηχανοκίνητη Ταξιαρχία Πεζικού "Ρίμινι". Ξημερώματα Παρασκευής. Κρύο τσουχτερό. Ψιλόβροχο εκνευριστικό. Μπροστά στην "Πράσινη Πόρτα", απέναντι από το Κάραγατς, σκοπός μαζί με τον Θανάση. Δύο βήματα παραπέρα στέκονται οι "απέναντι". Κέβλαρ, Α-Τ, τελαμώνες - ξιφολόγχες κουμπωμένες, το G-3 στο χέρι, αδιάβροχα και ένα αλεξίθραυσμο που περισσότερο ενοχλούσε παρά προστάτευε. Τον Θανάση δεν τον ήξερα. Εκεί τον γνώρισα. Μια σειρά παλαιότερος από εμέ. Κατάγονταν από ένα χωριό των Γρεβενών. Από εκείνα τα χωριά που πρώτη φορά τα ακούς, που δεν τα έχει ο χάρτης. Από τέτοια ήταν, σχεδόν, όλοι στον Έβρο. Ήταν δεν ήταν 19. Κοντός, λιγνός. Είχε βγάλει το Γυμνάσιο. Το Λύκειο τον δυσκόλεψε. Δούλευε ψυκτικός σε έναν μπάρμπα του. Τον πέρασα για χασικλή. Μιλούσε βαριά, αργά και σιγά. Τα αντανακλαστικά του μέτρια, τα δόντια κατακίτρινα. Άκουγε Χιπ - Χοπ συνέχεια και κομπορρημονούσε για τις μολότοφ που πέταξε σε κάτι πορείες στη Θεσσαλονίκη. Μιλήσαμε για όλα. Για να περάσει η ώρα. Αθλητικά, γκόμενες, φυλακές στο στρατό, άδειες, αξιωματικούς, για όλα. Που και που κάναμε και κάνα τσιγάρο στα κλεφτά. Μην μας δει κανείς. Όχι οι "απέναντι", αλλά οι δικοί μας! Τι να πεις με το Θανάση; Όλο "Δεν βαριέσαι... Έλα μωρέ σιγά... Γάμησέ τα...". Για μια στιγμή παύση. Κοίταξα το ρολόι μου μπας και πέρασε η ώρα. Πού τέτοια τύχη. Άλλη μια ώρα με τον Θανάση, εδώ, στο κρύο. Ώσπου κοιτάξαμε "απέναντι". Δύο Τούρκοι σκοποί στην ηλικία μας. Τα όπλα παρατημένα, τα κράνη πεταμένα. Κοιμόνταν του καλού καιρού. Θεριό ο Θανάσης.
- Τους βλέπεις; μου λέει
- Ναι.
- Ρε μαλάκα, πάμε να τους πάρουμε τα όπλα;
- Tι εννοείς;
- Θα πάρουμε τιμητική 30 ημέρες.
- Τρελάθηκες; Kαι αν γίνει κάτι;
- Ξεκόλλα ρε μαλάκα. Τι να γίνει; Κοιμούνται οι μαλάκες.
- Ρε συ είναι επικίνδυνο. Αν μας δει κάνας δικός τους;
- Ρε θα μιλάνε όλοι για εμάς. Κολότουρκοι είναι. Τα θέλει ο κόλος τους. Κοίτα πως ροχαλίζουν. Ποιός θα μας δει ρε συ;
Δεν έκανε πλάκα. Το εννοούσε. Χίλιες δυο σκέψεις αστραπιαία στο νου μου. Πυροβολισμοί, αίματα, φασαρία, κλέος, συγχαρητήρια, τιμωρία, δειλία, θάρρος, πόλεμος. Όλα αυτά ανάλογα με την έκβαση. Δεν ξέρω τι με έκανε διστακτικό. Έμφυτος δισταγμός; Φόβος για τη ζωή μου; Οίκτο για τους "απέναντι" που θα ψάχναν τα όπλα; Tίποτα από αυτά. "Μη σε παρασύρει κανείς" μου λέγε η μάνα μου. Από μικρός στο δρόμο το σωστό. Μακριά από το παράνομο. Γιατί το έννομο είναι το σωστό. Και είχε φωλιάσει για τα καλά αυτό μέσα μου. Η ώρα πέρασε. Η αλλαγή ήρθε. Δεν ξέρω αν θαύμασα τον Θανάση ή όχι. Μετά από χρόνια, τυχαία, έμαθα πως ο Θανάσης σκοτώθηκε σε ένα τροχαίο. Έκανε κόντρες με κάτι άλλους Θανάσηδες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου