
Ξημερώματα Τρίτης ή Τετάρτης. Δεν θυμάμαι. Μέσα στο άδειο αεροδρόμιο περιμένω την πτήση για Παρίσι. Ήταν η πρώτη πτήση της ημέρας. Δεξιά και αριστερά υπάλληλοι προετοίμαζαν τα μαγαζιά για την καινούρια μέρα. Οι επιβάτες λίγοι έως ανύπαρκτοι. Αυτοί θα ΄ρθουν μισή ώρα πριν την πτήση. Όπως πάντα! Είπα να τελειώσω. Να δώσω το εισητήριο και να κάνω καμιά βόλτα μέσα στο άδειο αεροδρόμιο. Μπροστά μου, στη σειρά, ένα παιδί. Γύρω στα 27. Ψηλός, καστανός, λιγνός, χαρακτηριστικά αξύριστος, με μακριά μαλλιά. Κρατούσε Lucky Strike. Φορούσε σταράκια, ένα απλό μπουφάν, εφαρμοστό τζιν, μια μπλούζα με το αναρχικό "Α" μπροστά και μια σχολική τσάντα γεμάτη με κονκάρδες. Νεκροκεφαλές, μπάτσοι γουρούνια, μουσικά συγκροτήματα και κάπου εκεί στα πολλά και μια του Παναθηναϊκού. Αλήτης. Αστραπιαία μου πέρασε και δεν ξανάφυγε. Στο άδειο αεροδρόμιο ένα μπαράκι μόνο ανοιχτό. Κοντοστάθηκα. Εκεί και ο Παύλος. Έτσι τον έλεγαν. Καθήσαμε και οι δύο μαζί στο ίδιο τραπέζι. Έτσι μας υπέδειξε η υπάλληλος. Καθάριζε και περισσότερο βάρος της γίναμε τούτη την ώρα.
- Που πας; τον ρώτησα.
- Παρίσι.
- Δουλεύεις, σπουδάζεις;
- Σπουδάζω.
- Τι;
- Ιστορία της Τέχνης. Μεταπτυχιακό.
- Ααα. Καλό, αλλά θα βρεις δουλειά τέτοια στην Ελλάδα;
- Δεν σκοπεύω να γυρίσω στην Ελλάδα. Θα μείνω εκεί.
- Οκ. Δεν συστηθήκαμε. ΧΧΧΧ. Εσύ;
- Eγώ, Παύλος. Χάρηκα φίλε.
- Είσαι αναρχικός; Ρώτησα απότομα, κοιτώντας την μπλούζα του ταυτόχρονα.
- Ναι, απάντησε με νεύρο και με απορία σαν να του την πέσαν μπάτσοι.
- Με δικά σου λεφτά σπουδάζεις;
Νευρίασε. Τσατίστηκε. Πήρε τη γεμάτη κονκάρδες τσάντα του και έφυγε. Δεν ξέρω εάν έπραξα καλά ή όχι. Τον πρόσβαλλα; Του είπα αλήθειες που δεν έπρεπε; Μάλλον έκανα κάτι χειρότερο. Του γκρέμισα την επανάσταση. Και ήταν, απλά, μια ερώτηση.
kopse kati re file!
ΑπάντησηΔιαγραφή